Ἀριστοφάνειος — of Aristophanes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριστοφάνειος — α, ο (Α ἀριστοφάνειος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοφάνη 2. ο σκωπτικός, ο αθυρόστομος, ο βωμολόχος αρχ. «ἀριστοφάνειον μέτρον» το αναπαιστικό τετράμετρο … Dictionary of Greek
Ἀριστοφανείων — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes fem gen pl Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφάνειον — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc acc sg Ἀριστοφάνειος of Aristophanes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφανείοις — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφανείου — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφανείῳ — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφάνεια — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαριστοφάνειος — ον, Α αυτός που εσφαλμένα αποδίδεται στον Αριστοφάνη ή αυτός που προσποιείται ότι είναι οπαδός ή μιμητής τού Αριστοφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Ἀριστοφάνειος] … Dictionary of Greek